συλλαβοῦσ'

συλλαβοῦσ'
συλλαβοῦσα , συλλαμβάνω
collect
aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
συλλαβοῦσι , συλλαμβάνω
collect
aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
συλλαβοῦσαι , συλλαμβάνω
collect
aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”